- ευσταχιανός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στον Ιταλό ανατόμο Ευστάχιο (Eustachi ή Eustachio)2. φρ. «ευσταχιανή σάλπιγγα» — σωλήνας με τον οποίο συγκοινωνεί το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού με τον φάρυγγα και τη μύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ευστάχιος + κατάλ. -ανός, (πρβλ. Ασι-ανός, Ευσταθι-ανός)].
Dictionary of Greek. 2013.